ραμολής

ραμολής
ο, και ραμολί, το, Ν
άτομο που πάσχει από γεροντική άνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ramolli (< λατ. mollis «μαλακός»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ραμολής, ο — και ραμολί, ο, η (λ. γαλλ.), αυτός που πάσχει από γεροντική άνοια: Αυτός είναι τώρα ραμολής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραμολί — το, Ν βλ. ραμολής …   Dictionary of Greek

  • ραμολιμέντο — το 1. γεροντική άνοια. 2. ραμολής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”